- ρυτιδωμένος
- η , ο[ν]1) морщинистый; 2) подёрнутый рябью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επίρρικνος — ἐπίρρικνος, ον (Α) [ρικνός] αδύνατος, ισχνός, ρυτιδωμένος («σκέλη πολύ μείζω τὰ ὄπισθεν τῶν ἔμπροσθεν, καὶ ἐπίρρικνα», Ξεν.) … Dictionary of Greek
καταρρυσούμαι — καταρρυσοῡμαι, όομαι (Α) γεμίζω ρυτίδες («κατερρυσωμένον δέρμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥυσοῦμαι (< ῥυσός «ρυτιδωμένος, πτυχωμένος»)] … Dictionary of Greek
ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού … Dictionary of Greek
ρικνός — ή, ό / ῥικνός, ή, όν, ΝΜΑ, και ῥιχνός, και ποιητ. τ. ῥικνύς, εῑα, ύ Α ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, γεμάτος ζάρες, σταφιδιασμένος, σουφρωμένος, σκεβρωμένος (α. «ῥικνοί ἰσχνοί σαρξίν, ἐπικεκαμμένοι, σκαμβοί, σκολιοί», Ησύχ. β. «ῥικνὰ ἅψεα», Απολλ. Ρόδ.) … Dictionary of Greek
ρυσαλέος — και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, α, ον, Α (για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
ρυσοχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α (για φυτό) αυτός που έχει ζαρωμένο, ρυτιδωμένο φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. χρυσο χίτων] … Dictionary of Greek
ρυσωτός — ή, ό, Ν [ῥυσῶ (ΙΙ)] γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος, ρυτιδωμένος … Dictionary of Greek
ρυσόκαρφος — και ῥυσσόκαρφος, ον, Α (για δέντρο) αυτός που έχει ρυτιδωμένους κλάδους, ζαρωμένα κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κάρφος «κλαδί, κλωνάρι» (πρβλ. λεπτό καρφος)] … Dictionary of Greek
ρυσόφυλλος — η, ο, Ν (για φυτό) αυτός που έχει ρυτιδωμένα, ζαρωμένα φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + φυλλος (< φύλλον), πρβλ. πλατύ φυλλος] … Dictionary of Greek
ρυσώδης — ῶδες, Α [ῥυσός] ρυτιδωμένος, ζαρωμένος … Dictionary of Greek
ρυτιδώδης — ες / ῥυτιδώδης, ῶδες, ΝΑ [ῥυτίς, ίδος] γεμάτος ρυτίδες, ρυτιδωμένος, ρυτιδιασμένος … Dictionary of Greek